- περιαγειρόμενοι
- περϊαγειρόμενοι , περιαγείρωpres part mp masc nom /voc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
περιαγειρόμενοι — περϊαγειρόμενοι , περιαγείρω pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγείρομαι — Α συνάγω χρήματα ή δώρα για τον εαυτό μου ως μισθό ή αμοιβή («ὥσπερ οἱ νικηφόροι περιαγειρόμενοι», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀγείρω «συλλέγω, συναθροίζω»] … Dictionary of Greek